σκότα

σκότα
η
(λ. ιταλ.), σχοινί που τεντώνει τα πανιά του πλοίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκότα — η, Ν ναυτ. σχοινί με το οποίο τεντώνονται τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scotta < φραγκ. skota] …   Dictionary of Greek

  • σκοτάσει — σκοτά̱σει , σκοτάω their sight is darkened aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) σκοτά̱σει , σκοτάω their sight is darkened fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) σκοτά̱σει , σκοτάω their sight is darkened fut ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτάσουσι — σκοτά̱σουσι , σκοτάω their sight is darkened aor subj act 3rd pl (epic doric aeolic) σκοτά̱σουσι , σκοτάω their sight is darkened fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) σκοτά̱σουσι , σκοτάω their sight is darkened fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτάσουσιν — σκοτά̱σουσιν , σκοτάω their sight is darkened aor subj act 3rd pl (epic doric aeolic) σκοτά̱σουσιν , σκοτάω their sight is darkened fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) σκοτά̱σουσιν , σκοτάω their sight is darkened fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτάσῃ — σκοτά̱σῃ , σκοτάω their sight is darkened aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) σκοτά̱σῃ , σκοτάω their sight is darkened aor subj act 3rd sg (doric aeolic) σκοτά̱σῃ , σκοτάω their sight is darkened fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτάσαι — σκοτά̱σᾱͅ , σκοτάω their sight is darkened pres part act fem dat sg (doric) σκοτά̱σαῑ , σκοτάω their sight is darkened aor opt act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • αντιβάλλω — (AM ἀντιβάλλω) 1. βάλλω εναντίον αυτού που βάλλει εναντίον μου, ανταποδίδω τη βολή 2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω χειρόγραφα ή κείμενα 3. αναφέρω, μνημονεύω νεοελλ. τραβώ ένα πανί από τη σκότα προς την προσήνεμη πλευρά του πλοίου, τραβερσάρω αρχ. μσν …   Dictionary of Greek

  • κοντρασκότα — κοντρασκότα, ἡ (Μ) σχοινί για το τέντωμα τών πανιών τού καραβιού, που ενισχύει τη σκότα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. contrascota] …   Dictionary of Greek

  • πόδιο(ν) — τὸ, ΜΑ [πους, ποδός] μσν. πόδας ιστίου, σκότα αρχ. 1. βάση, στύλος αγγείου 2. αρχιτ. η πρώτη σειρά τών καθισμάτων γύρω από την κονίστρα τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”